- γεροντικά
- γεροντικόςofneut nom/voc/acc plγεροντικά̱ , γεροντικόςoffem nom/voc/acc dualγεροντικά̱ , γεροντικόςoffem nom/voc sg (doric aeolic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
γεροντικάς — γεροντικά̱ς , γεροντικός of fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Μουσείο, Αρχαιολογικό Σπάρτης — Το Αρχαιολογικό Μουσείο της Σπάρτης στεγάζεται σε ένα νεοκλασικό κτίριο που βρίσκεται στο κέντρο της σύγχρονης πόλης. Ο αρχικός πυρήνας του κτιρίου χτίστηκε το 1874, σε σχέδια του Δανού αρχιτέκτονα Κρίστιαν Χάνσεν, και ήταν το πρώτο μουσείο που… … Dictionary of Greek
Σίσυφος, Αθανάσιος — Ηθοποιός, ο οποίος άκμασε στα πρώτα χρόνια του νεοελληνικού θεάτρου (1824 1891). Είχε έμφυτη κλίση για το θέατρο, ανέβηκε δε για πρώτη φορά στη σκηνή το 1850. Το πρώτο πρόσωπο που υποδύθηκε ήταν του Κουτεντιάδη στον Αγαθόπουλο του Μολιέρου, που… … Dictionary of Greek
Χάαμπ, Ότο — (Haab, 1850 – 1931). Ελβετός οφθαλμίατρος και καθηγητής της οφθαλμολογίας στην ιατρική σχολή της Ζυρίχης. Οι εργασίες του για τις παθήσεις του βυθού του ματιού, τις εξωτερικές παθήσεις του ματιού καθώς και για τις μεθόδους εγχείρησης,… … Dictionary of Greek